- πολιταρχία
- πολῑταρχ-ία, ἡ,A office of πολιτάρχης, BSA23.73 (Lete, ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολιταρχία — ἡ, Α [πολιτάρχης] το αξίωμα τού πολιτάρχου … Dictionary of Greek
πολιταρχίαν — πολιταρχίᾱν , πολιταρχία office of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιταρχίαις — πολιταρχία office of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)